ὠφελειῶν

ὠφελειῶν
ὠφέλεια
help
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιμωνία — (Νομ.). Αδίκημα κληρικών και μοναχών με περιεχόμενο την εμπορία της θείας χάρης. Ονομάστηκε έτσι από το μάγο Σίμωνα, που πρόσφερε χρήματα στους Απόστολους για να του δώσουν τη δύναμη να μεταδίνει το Άγιο Πνεύμα με την επίθεση των χεριών του.… …   Dictionary of Greek

  • κωλοκουρεύω — και κωλοκουρίζω 1. κουρεύω τα πρόβατα στην ουρά και στους μηρούς 2. παροιμ. «ποιος είχε γνώση εκούρευε και δεν εκωλοκούρευε» λέγεται γι αυτούς που λόγω τής βιασύνης και τής ανυπομονησίας τους στερούνται ουσιωδών ωφελειών …   Dictionary of Greek

  • Μίρλες, Τζέιμς — (James Mirrless, Νιούτον Στιούαρτ 1936 –). Σκοτσέζος οικονομολόγος. Αποφοίτησε από τη σχολή μαθηματικών του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου και συνέχισε για διδακτορικό τίτλο στα οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Η έρευνά του επικεντρώθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”